φακοειδοῦς

φακοειδοῦς
φακοειδής
lentiform
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτείχισμα — το, ΝΑ [προτειχίζω] οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος νεοελλ. ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος τού φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό τής νήσου τού εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα …   Dictionary of Greek

  • υολιθής — ο, Ν (παλαιοντ.) γένος μαλακίων που έχουν εκλείψει, τα οποία είχαν παχύ κέλυφος, κωνικό ή πυραμιδοειδές, τριγωνικής, ελλειψοειδούς ή φακοειδούς διατομής, συχνά πεπλατυσμένο στη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyolithes (< ὑο… …   Dictionary of Greek

  • φακόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) κυρτή γρανιτική μάζα φακοειδούς σχήματος, η οποία διεισδύει μέσα σε ιζηματογενή στρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacolith (< φακός + λίθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”